- άβαρος
- -η, -ο [βάρος]1. ο χωρίς μεγάλο βάρος, ο ελαφρύς2. επιπόλαιος, ανόητος, «ελαφρύς»3. αυτός που δεν έχει βάρη (υποχρεώσεις κ.λπ.) και, κυρίως, ο πλούσιος4. αυτός που δεν βαριέται, ακούραστος, αβάρετος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άβαρος — η, ο 1. αυτός που δε δίνει βάρος, ενόχληση: Μ όλα τα βαθιά γεράματά του, ο παππούς ήταν άβαρος. 2. πολύ πλούσιος: Στο χωριό όλοι πίστευαν πως ήταν άβαρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αβαρής — ές και άβαρος, η, ο (Α ἀβαρής, ές) [βάρος] ο χωρίς βάρος ή αυτός που έχει μικρό βάρος, ο ελαφρύς νεοελλ. άμυαλος, ασύνετος αρχ. ο μη φορτικός, ο μη ενοχλητικός … Dictionary of Greek
ανάβαρος — η, ο ο μη βαρύς, άβαρος, ελαφρύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * υποκορ. + βάρος] … Dictionary of Greek